σουφφήτης

σουφφήτης
και σουφήτης και σουφ(φ)έτης και σουφρήτης, ο, Ν
καθένας από τους δύο ανώτατους άρχοντες στις αρχαίες φοινικικές πολιτείες, όπως λ.χ. στην Τύρο και στην Καρχηδόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. φοινικ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”